- φιλεργατικός
- η , ό дружественный рабочему классу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιλεργατικός — ή, ό, Ν αυτός που χαρακτηρίζεται από αγάπη για την εργασία ή τους εργάτες («φιλεργατική πολιτική»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εργάτης + κατάλ. ικός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
φιλεργατικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή οφείλεται στην αγάπη προς τους εργάτες, αυτός που είναι φίλος της εργατικής τάξης: Η κυβέρνηση ασκεί φιλεργατική πολιτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)